ημεράδι

ημεράδι
το [ημεράδα]
κοινή ονομασία τού δέντρου δρυς η χνοώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ήμερος — η, ο (AM ἥμερος, ον, Α θηλ. και ἡμερα, δωρ. τ. ἅμερος, ον) 1. (για ζώα) ο εξημερωμένος από τον άνθρωπο (α. «ήμερα σκυλιά» β. «χῆνα φέρων... ἥμερον ἐξ αὐλῆς», Ομ. Οδ.) 2. (για φυτά) ο καλλιεργημένος από τον άνθρωπο («ξύλου ἡμερης ἐλαίης», Ηρόδ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • μεράδι — (I) το μερίδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιρ άδιον, υποκορ. τού μοίρα με ανοιχτότερη προφορά τού /i/ (μοιρ ) ως /e/ (μερ ), λόγω τού ακολουθούντος ρ (πρβλ. σίδηρος > σίδερο, ξηρός > ξερός κ.λπ.)]. (II) το κοινή ονομασία τού φυτού Quercus lanuginosa,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”